διεφθαρμένων

διεφθαρμένων
испорченных

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "διεφθαρμένων" в других словарях:

  • διεφθαρμένων — διαφθείρω destroy utterly perf part mp fem gen pl διαφθείρω destroy utterly perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιατριβή — ή, Α ανώφελη συζήτηση ή μάταιη ασχολία («παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῡν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * διατριβή (< διατρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • Αγάθη — I (3ος αι. μ.Χ.).Χριστιανή μάρτυς που καταγόταν από τη Σικελία και μαρτύρησε στην Κατάνη (Σικελία). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της, είναι ελάχιστες. Κατά την παράδοση, η Α. ήταν μια όμορφη νέα από αρχοντική οικογένεια. Επειδή αρνήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Μάχντι — (Mahdi). Πρόσωπο του Ισλαμ, το οποίο πιστεύεται ότι θα ανορθώσει την ισλαμική πίστη (αραβ. Mahdi = Αυτός που οδηγείται ορθά). Σύμφωνα με τους σουννίτες, πρόκειται για απόγονο του Μωάμεθ, ο οποίος κατά τους έσχατους καιρούς θα θέσει τέρμα στον… …   Dictionary of Greek

  • Μορό, Ζαν — (Moreau, Παρίσι 1928 –). Γαλλίδα ηθοποιός. Έχοντας μια δεκαετή πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, έγινε γνωστή το 1958 (Οι ερασταί) μέσω της συνεργασίας της με τον σκηνοθέτη Λ. Μαλ. Σύντομα αναδείχτηκε σε μούσα του γαλλικού «Νέου Κύματος»,… …   Dictionary of Greek

  • Ντεπαρτιέ, Ζεράρ — (Gerard Depardieu, Σατορού, 1948 –). Γάλλος ηθοποιός. Παιδί φτωχής οικογένειας, είχε δύσκολη νεανική ηλικία και πολλά προβλήματα με τον νόμο. Σπούδασε υποκριτική στο Παρίσι και λόγω του εντυπωσιακού παρουσιαστικού του πέρασε σύντομα στη μικρή και …   Dictionary of Greek

  • Στάινμπεκ, Τζον Ερνστ — (Steinbeck). Αμερικανός συγγραφέας (Σαλίνας, Καλιφόρνια 1902 Νέα Υόρκη 1968). Καθιερώθηκε με τα βιβλία του Τορτίλα Φλατ (1935) και Αμφίβολη μάχη (1936), όπου διαφαίνονται ήδη καθαρά οι δύο κατευθύνσεις που θα ακολουθήσει στην εκλογή των θεμάτων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»